εξέδρα

From LSJ
Revision as of 09:40, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐξέδρα) έδρα
νεοελλ.
1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα
2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή παραστάσεις
3. είδος κλιμακωτού εξώστη σε θέατρα, ιπποδρόμια κ.λπ.
4. αποχωρητήριο
αρχ.
1. στοά στα γυμνάσια που έχει καθίσματα («τοὺς μὲν ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖσι, τοὺς δ' ἐν ἐξέδραισι», Ευρ.)
2. στοά με καθίσματα όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες
3. θρανία στην πρόσοψη σπιτιών
4. πάγκος σε δημόσιο χώρο
5. αίθουσα («δύο ἐξέδραι ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐσωτέρᾳ», ΠΔ)
6. αίθουσα της Συγκλήτου στο θέατρο του Πομπηίου.