επισκήπτω

From LSJ
Revision as of 22:53, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

Greek Monolingual

ἐπισκήπτω (AM)
1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.)
2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.)
3. διατάζω, προστάζω
4. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι («ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», Πλάτ.)
5. (για εντολή, διαταγή ετοιμοθάνατου) αφήνω παραγγελία («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», Ηρόδ.)
6. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα
7. πέφτω πάνω σε κάποιον με ορμή
8. μέσ. ἐπισκήπτομαι
(ως αττ. δικαν. όρος) καταγγέλλω κάποιον για ψευδομαρτυρία
9. παθ. είμαι ένοχος για κάτι, κατηγορούμαι για κάτι («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου μόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκήπτω «υποστηρίζω, κάνω κάτι να πέσει»].