ἐρυμνότης
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37 ; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.
Greek Monolingual
ἐρυμνότης, ἡ (Α) ερυμνός
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.
Greek Monotonic
ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, το οχυρό μίας θέσης, σε Ξεν.