καλαμώδης

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμώδης Medium diacritics: καλαμώδης Low diacritics: καλαμώδης Capitals: ΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: kalamṓdēs Transliteration B: kalamōdēs Transliteration C: kalamodis Beta Code: kalamw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21; κ. λίμνη AP7.365 (Zonas); κ. τόπος D.C.63.28; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.

German (Pape)

[Seite 1307] ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM καλαμώδης, -ες)
(για τόπους) κατάφυτος με καλάμια
νεοελλ.
1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής
2. φρ. «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος του καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, κυματ-ώδης)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με καλάμι, γεμάτος καλάμια, σε Ανθ.