καρβάτινος

From LSJ
Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρβάτινος Medium diacritics: καρβάτινος Low diacritics: καρβάτινος Capitals: ΚΑΡΒΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: karbátinos Transliteration B: karbatinos Transliteration C: karvatinos Beta Code: karba/tinos

English (LSJ)

[βᾰ], η, ον,

   A made of hide, οἰκίαι Ph.Bel.101.31:—esp. καρβάτιναι, αἱ, shoes of undressed leather, brogues, X.An.4.5.14, Arist.HA499a30, Luc.Alex.39:—also καρπάτινον, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1326] von rohem Leder gemacht; οἰκίαι, lederne Schilderhäuschen, Mathem. vett.

Greek Monolingual

καρβάτινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού
2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι
είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», Ξεν.
β. «καρβατίνη, ἀγροτικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», Πολυδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) τὸ καρπάτινον «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταλ. -ινος δηλωτική της ύλης, πρβλ. δερμάτ-ινος, ξύλ-ıνoς. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. kurpė, τσεχ. krpě, αρχ. ισλανδ. hriflingr και αρχ. ιρλδ. cairem, όλα με τη σημασία «υποδηματοποιός». Θα μπορούσε έτσι να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα kerәp- «κομμάτι από δέρμα». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. (πρβλ. λατ. carbatina)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρβάτινος -η -ον gemaakt van onbewerkte dierenhuid; subst. αἱ καρβάτιναι schoenen van ongelooid leer.