κατοίομαι
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A to be conceited of oneself, LXX Hb.2.5, Ph.Fr.99 H.
German (Pape)
[Seite 1403] (s. οἴομαι), dünkelhafte Meinung von sich haben, LXX; Philo; Suid. erkl. ὁ νομίζων ἑαυτὸν μέγαν καὶ φυσῶν ὑπερηφάνως.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίομαι: ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ ἐμαυτοῦ, Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652.
Greek Monolingual
κατοίομαι (Α)
έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»].