ἰδάλιμος

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδάλιμος Medium diacritics: ἰδάλιμος Low diacritics: ιδάλιμος Capitals: ΙΔΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: idálimos Transliteration B: idalimos Transliteration C: idalimos Beta Code: i)da/limos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ἶδος)

   A causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.

Greek Monolingual

ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].

Greek Monotonic

ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.