λειψόθριξ
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό,
A having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.
German (Pape)
[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
qui a perdu ses cheveux.
Étymologie: λείπω, θρίξ.
Greek Monolingual
λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].