λαθοσύνα
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
Dor.,
A = λήθη, E.IT1279 (lyr., s.v.l.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dor. p. *ληθοσύνη;
oubli.
Étymologie: λήθη.
Greek Monolingual
λαθοσύνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) λήθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- (πρβλ. ἔ-λαθ-ον, αόρ. β' του λανθάνω) + συνδετικό φωνήεν -ο- + κατάλ. -σύνη (πρβλ. δικαιο-σύνη, κερδο-σύνη)].
Russian (Dvoretsky)
λᾱθοσύνα: ἡ дор. Eur. = *ληθοσύνη.