μιαουρίζω
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
Greek Monolingual
και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω)
νιαουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. νιαου-ρίζω)].