αμυδρός

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμυδρός, -ά, -όν)
1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός
2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος
3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος
αρχ.
ατελής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. περί παραλλήλου τ. του ἀμαυρός. Θα μπορούσε ακόμη κανείς να υποθέσει ότι η λ. συγγενεύει προς το ἀμαυρὸς και έχει υποστεί την επίδραση του τ. φαιδρός.
ΠΑΡ. αμυδρότητα
αρχ.
ἀμυδρῶ.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυδρόφωτος].