ἀναγραφή

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγρᾰφή Medium diacritics: ἀναγραφή Low diacritics: αναγραφή Capitals: ΑΝΑΓΡΑΦΗ
Transliteration A: anagraphḗ Transliteration B: anagraphē Transliteration C: anagrafi Beta Code: a)nagrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A inscribing, registering, of properties, contracts, etc., Pl.Lg.850a; συναλλαγμάτων Arist.Pol.1322b34; of names of public benefactors, etc., X.Vect.3.11; στήλης IG2.14c, cf. 227, etc.    2 ἀ. τῶν νόμων codification, Lys.30.25.    3 Medic., prescription, formula, Hp.Decent.10; formula for a magic ink, PMag. Leid.V.12.16.    4 record, description, Plb.3.33.17, Plu.Per.2, etc.    5 treatise, Hero Bel.73.5: composition, τῶν διαλόγων Phld. Acad.Ind.p.4 M.    II register, esp. in pl., public records, GDI1743.10 (Delph.), Plb.12.11.4, etc.: also ἀ. ἀρχόντων, φιλοσόφων, D.L.1.22,42; σταθμῶν Str.15.1.11; copy of decree, SIG622A8 (Delph., ii B. C.).    2 the Sacred Scriptures, Ph.1.694.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Aufgeschriebene, das Buch, περὶ τῆς οὐσίας Plat. Legg. VIII, 850 a; Lys. 30, 17; das Verzeichniß, z. B. ἡ τῶν Πυθιονικῶν ἀν. Plut. Sol. 11, u. so öfter in Büchertiteln; αἱ ἀναγραφαί, Akten, δημόσιαι Pol. 1 2. 11, öfter; bes. die Aufzeichnung eines De Krets auf Stein von Staats wegen, Inscr.; vgl. Plut. X. oratt. a. E.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγραφή: ἡ ἐγγραφή, ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, συναλλαγμάτων ἀναγραφαὶ Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 21· τῶν ὀνομάτων τῶν εὐεργετῶν τοῦ δημοσίου, κτλ., Ξεν. Πόρ. 3. 11. 2) περιγραφή, οὐ χρὴ θαυμάζειν τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀναγραφῆς Πολύβ. 3. 33, 17, Πλουτ. Περικλ. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ ἀναγεγραμμένον, Πλάτ. Νόμ. 850Α, κτλ.: κατὰ πληθ. τὰ δημόσια ἔγγραφα, κώδικες, Ἐπιγρ. Δελφ. παρὰ Κουρτ. σ. 13, Πολύβ. 12. 11, 4, κτλ.· αἱ ἀναγρ. τῶν χρόνων Κλήμ. Ῥώμ. 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 enregistrement, inscription;
2 relation, description;
3 registre.
Étymologie: ἀναγράφω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἀγγροφά IG 42.103.140 (Epidauro)
I 1c. gen. obj. inscripción, registro de propiedades, documentos, etc. περὶ τῆς οὐσίας Pl.Lg.850a, συναλλαγμάτων Arist.Pol.1322b34, τῶν προξενιῶν IGBulg.12.37bis.16 (Odesos III/II a.C.)
recopilación τῶν νόμων Lys.30.25
fig. ἡ δ' ἔννοια τῇ μνήμῃ καὶ ἀ. τῶν ῥηθέντων Ptol.Iudic.6.18, cf. Plu.2.900b.
2 acción de inscribir, grabar τῆς στήλης en la estela, IG 22.31.14, cf. IG l.c., Plu.2.852e.
II 1registro, archivo ἀ. δημοσία Plb.12.10.9, (γραφή) τέτακται εἰς ἀ. PTeb.105.64 (II a.C.), μετείληφα εἰς ἀ. SB 4506
plu. anales, crónicas τὰς ἁμαρτίας τῶν πόλεων περὶ τὰς ἀναγραφὰς τὰς τούτων ἐξελέγχων Plb.12.11.1, ἐξηγοῦντο δὲ καὶ ἐν ταῖς ἀ. LXX 2Ma.2.13, αἱ παλαιόταται ἀ. Plu.2.1116f, ἀ. τῶν χρόνων 1Ep.Clem.25.5.
2 lista, inventario, catálogo Ὀλυμπιονικῶν Hippias B 3 (tít.), de los bienhechores de una ciu., X.Vect.3.11, Πυθιονικῶν Plu.Sol.11, τῶν Ἀρχόντων D.L.1.22, τῶν φιλοσόφων D.L.1.42, τῶν σταθμῶν Str.15.1.11, βουλευτῶν D.C.109.14, ὑπομνηματισμῶν PLips.123.2 (II a.C.), τῶν ἐν τῷ πραιτωρίω PPetaus 47.44 (II a.C.), cf. POxy.899.46 (III a.C.), PCair.Isidor.77.24 (IV a.C.)
receta, fórmula ποτήματα ... ἐξ ἀ. ἐσκευασμένα Hp.Decent.10, ἡ ἀναγραφή· ζμύρνης ... PMag.12.399
relación, enumeración τῶν περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον τὴν ἀ. ποιεῖσθαι Arist.Mir.839a11, τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀναγραφῆς Plb.3.33.17, τὸ δὲ ἱστορικὸν μέρος ἀ. βίων ἐστί Ph.2.408.
III 1acción de escribir, composición τῶν διαλόγων de Platón, Phld.Acad.Ind.p.4, περὶ τοὺς βίους de Plutarco, Plu.Per.2.
2 tratado, obra ἀ. περὶ βελοποιικῶν Hero Bel.73.5, αἱ ἱεραὶ ἀ. las Sagradas Escrituras Ph.1.694.

Greek Monolingual

η (Α ἀναγραφή) ἀναγράφω
1. χάραξη, γράψιμο σε στήλη
2. καταχώριση, εγγραφή (νόμων κ.λπ.)
3. τιμητική καταχώριση του ονόματος κάποιου
4. κατάλογος, κατάσταση, πίνακας
νεοελλ.
μνεία σε έντυπο, γνωστοποίηση, δημοσίευση
αρχ.
1. συστηματική καταγραφή, κωδικοποίηση
2. διήγηση, περιγραφή
3. στερεότυπη διατύπωση, συνταγή.

Greek Monotonic

ἀναγρᾰφή: ἡ (ἀναγράφω),
I. καταχώρηση, αναγραφή, εγγραφή, λέγεται για συνθήκες και άλλα παρόμοια, σε Αριστ.
II. καταγραφή, εγγραφή, σε Πλάτ.