ανασαίνω

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

(Μ ἀνασαίνω)
1. αναπνέω
2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι
3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη < αν(α)- + ασαίνω (< αρχ. άση «λύπη, στενοχώρια»), κατ' επίδραση του ρ. ανα-πνέω. μσν.-νεοελλ. ανασασμός, νεοελλ. ανάσα, ανάσαση].