καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
Full diacritics: διάμιλλα | Medium diacritics: διάμιλλα | Low diacritics: διάμιλλα | Capitals: ΔΙΑΜΙΛΛΑ |
Transliteration A: diámilla | Transliteration B: diamilla | Transliteration C: diamilla | Beta Code: dia/milla |
[ᾰμ], ἡ,
A fight, of animals, Hierocl.pp.11,17A. (pl.).
-ης, ἡ
pelea, lucha entre animales ἐν ταῖς πρὸς ἕτερα (ζῷα) διαμίλλαις Hierocl.2.11, cf. 3.26.
διάμιλλα, η (Α) άμιλλα
οξύς ανταγωνισμός.