διαπάλη

From LSJ
Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάλη Medium diacritics: διαπάλη Low diacritics: διαπάλη Capitals: ΔΙΑΠΑΛΗ
Transliteration A: diapálē Transliteration B: diapalē Transliteration C: diapali Beta Code: diapa/lh

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A hard struggle, διαπάλαι πολέμου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.

German (Pape)

[Seite 593] ἡ, gegenseitiger Kampf, Plut. Coriol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

διαπάλη: [ᾰ], ἡ, δεινὸς ἀγών, Πλούτ. Κορ. 2., 2. 50F.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lutte énergique.
Étymologie: διά, πάλη.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ pelea διαπάλαι πολεμίου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.

Greek Monolingual

η
σκληρός και τραχύς αγώνας, έντονος ανταγωνισμός.

Greek Monotonic

διαπάλη: [ᾰ], ἡ, σκληρός αγώνας, μάχη, σε Πλούτ.