δυσκατάσβεστος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
ον,
A hard to extinguish, D.S.4.54, Plu.2.417b.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάσβεστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à éteindre.
Étymologie: δυσ-, κατασβέννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de extinguir, δύναμις D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.Lex.682, Gal.13.768.
Greek Monolingual
δυσκατάσβεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα σβήνεται
2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάσβεστος: 1) с трудом гасимый: δύναμις δ. Diod. неугасимость;
2) с трудом уничтожаемый, неизгладимый (τὸ λείψανον Plut.).