εδώλιο
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
το (Α ἐδώλιον)
νεοελλ.
1. έδρα, θρανίο
2. «εδώλιο κατηγορουμένου» — το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος
αρχ.
1. διαμονή, κατοικία
2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα
3. ιστοδόκη
4. (στο θέατρο) ημικύκλιο καθισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εδώλια, του οποίου σπανίως χρησιμοποιείται ο ενικός, απαντά η ΙΕ ρίζα sed- (βλ. λ. έζομαι), στην οποία άλλωστε ανάγονται και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών παρεκτεταμένοι σε -λ- που όμως δεν αντιστοιχούν ακριβώς στο ελλ. εδώλια (πρβλ. αρχ. σλαβ. sědalo «κάθισμα», λατ. sedĩle, γοτθ. sitls, αρχ. άνω γερμ. sezzal «πολυθρόνα»). Ο τ. εδωλή, μεταπλασμένος κατά τα ονόματα σε -ωλή, και ο τ. έδωλα αποτελούν υστερογενείς σχηματισμούς].