ἐξερμηνεύω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A interpret, translate, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν τοὔνομα D.H.1.67, cf. Jul.Or.2.77d:—Pass., Plb.2.15.9, D.H.4.67, Plu.2.383d, etc. II describe accurately, Luc.Hist.Conscr.19.
German (Pape)
[Seite 878] 1) auslegen, ἐς γλῶσσάν τινα, übersetzen, Pol. 2, 15, 9 D. Hal. 1, 67 u. öfter. – 2) genau beschreiben, Luc. conscr. hist. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερμηνεύω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Διον. Ἁλ. 1. 67: ― Παθ., Πολύβ. 2, 15, 7, Διον. Ἁλ. 4. 67, κτλ. ΙΙ. περιγράφω ἀκριβῶς, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 19.
French (Bailly abrégé)
décrire avec soin.
Étymologie: ἐξ, ἑρμηνεύω.
Greek Monolingual
ἐξερμηνεύω (Α) ερμηνεύω
1. ερμηνεύω, μεταφράζω
2. περιγράφω με ακρίβεια.
Greek Monotonic
ἐξερμηνεύω: μέλ. -σω, περιγράφω ακριβώς, σε Λουκ.