ἐπιπαρεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρεμβάλλω Medium diacritics: ἐπιπαρεμβάλλω Low diacritics: επιπαρεμβάλλω Capitals: ΕΠΙΠΑΡΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epiparembállō Transliteration B: epiparemballō Transliteration C: epiparemvallo Beta Code: e)piparemba/llw

English (LSJ)

   A re-form, ἐ. φάλαγγα Plb.12.19.6.    II. intr., fall into line with others, Id.3.115.10, 11.23.5.

German (Pape)

[Seite 968] (s. βάλλω), noch dazu, von Neuem hineinwerfen; τὴν φάλαγγα, die Phalanx herstellen, Pol. 12, 19, 6. Auch intrans., noch dazu einrücken, Pol. 3, 115, 10. 11, 23, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρεμβάλλω: παρεμβάλλω προσέτι ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔρχομαι εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ.

Greek Monolingual

ἐπιπαρεμβάλλω (Α)
1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾱσιν ἐπιπαρεμβαλεῑν τήν φάλαγγα», Πολ.)
2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρεμβάλλω: воен.
1) перестраивать (φάλαγγα Polyb.);
2) перестраиваться: ἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. заходить (к неприятелю) слева.