ἐρέπτομαι

From LSJ
Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέπτομαι Medium diacritics: ἐρέπτομαι Low diacritics: ερέπτομαι Capitals: ΕΡΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: eréptomai Transliteration B: ereptomai Transliteration C: ereptomai Beta Code: e)re/ptomai

English (LSJ)

   A feed on, c. acc., only in pres. part., mostly of granivorous animals, λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι, Il.2.776,5.196, Od.19.553, al.; of men, λωτὸν ἐ. 9.97, AP9.618 ; βότρυν ib.7.20 ; of fish, δημὸν ἐ. feeding on the fat of a carcase, Il.21.204.—Ep. Verb, used burlesquely by Ar.Eq.1295, ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων:—Act., ἐρέπτω eat, Nonn.D.40.306 ; also causal,=τρέφω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1025] (nach Hesych. ἐρέπτω = τρέφω; eigtl. rupfen, wie weidende Thiere, bes. Rinder fressen, grasen), nur part. pr., fressen, verzehren, gew. von Pflanzen fressenden Thieren, λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρόν, Il. 2, 776. 5, 196. 7, 564 Od. 19, 553; δημόν, das Fett eines Leichnams, von Fischen, Il. 21, 202; ψάμμον Opp. H. 1, 96, von Menschen, λωτόν Od. 9, 97, wie En. ad. 335 (IX, 618); βότρυν Simon. 105 (VII, 20). Dah. komisch, von Kleonymus, φασὶν αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἀνέρων Ar. Equ. 1295.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέπτομαι: Ἀποθ., ἐσθίω, τρώγω, μετ’ αἰτ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ. (ἐξαιρουμένου τοῦ παρ’ Εὐστ.), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χορτοφάγων ζῴων, λωτὸν κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι Ἰλ. Β. 776, Ε. 196, Ὀδ. Τ. 553. κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.: ἐπὶ ἀνθρώπων, λωτὸν ἐρ. Ι. 97, Ἀνθ. Π. 9. 618· βότρυν αὐτόθι Η. 20· ἐπὶ ἰχθύων, δημὸν ἐρεπτόμενοι, ἐσθίοντες τὸ λίπος νεκροῦ σώματος, Ἰλ. Φ. 204: - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν κωμικῇ χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1295, ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων. Τὸ ἐνεργητ. ἐρέπω, τρώγω, παρὰ Νόννῳ ἐν Δ. 40. 306. Πρβλ. ἀν-, ὑπ- ερέπτω.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
se repaître de, manger.
Étymologie: DELG cf. lat. rapio.

English (Autenrieth)

only part. ἐρεπτόμενοι: bite off, crop, usually of animals, Il. 2.776, Il. 21.204, Od. 19.553; of men ‘plucking’ and eating of the lotus, Od. 9.97.

Greek Monolingual

ἐρέπτομαι (AM)
(αποθ.)
1. τρώγω
2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» — λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.)
3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω
α) τρώγω
β) (μτθ.) τρέφω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέπτομαι από ΙΕ ρίζα rep- «αρπάζω» με προθεματικό ε- συνδέεται με λατ. rapio «αρπάζω» και λιθ. aprepti «αρπάζω»].

Greek Monotonic

ἐρέπτομαι: αποθ., τρώω, κατατρώω, με αιτ., λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).