θεημοσύνη
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ,
A contemplation: a problem, AP11.352.10 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1191] ἡ, Beobachtung, Agath. 68 (XI, 352).
Greek (Liddell-Scott)
θεημοσύνη: ἡ, θεωρία, ὑποκείμενον σκέψεως, πρόβλημα, Ἀνθ. Π. 11. 352.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sujet de contemplation ; problème à résoudre.
Étymologie: θεήμων.
Greek Monolingual
θεημοσύνη, ἡ (Α) θεήμων
1. θέαση, παρατήρηση
2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα.
Greek Monotonic
θεημοσύνη: ἡ, θεώρηση, παρατήρηση, μελέτη, σχέδιο, ενατένιση, πρόβλημα, σε Ανθ. Π.