θεσμοθέτης

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, ὁ, (τίθημι)

   A lawgiver, legislator, of Moses, Longin.9.9.    II esp. at Athens, θεσμοθέται, οἱ, the six junior archons, IG12.39.75, al., Ar.V.775 (sg.), al., Antipho 6.35, Arist.Ath.3.4, al., Aeschin.3.38; also, title of magistrate in Amorgos, IG12(7).57.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Nonn. – In Athen sind die sechs θεσμοθέται die sechs letzten Archonten, welche den Criminal- u. anderen Gerichten vorstehen, die δοκιμασίαι der Bürger, die zu Aemtern gewählt sind, zu besorgen haben, die Wahl u. Verlosung der Aemter leiten, die besondere Aufsicht über die Gesetze führen u. jährlich dieselben untersuchen müssen, um widersprechende Gesetze zu beseitigen u. dgl., vgl. Aesch. 3, 38; Ar. Vesp. 772; Plut. Sol. 25 Pericl. 9.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοθέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) νομοθέτης, νομοδότης, ἐπίθ. τὸ ὁποῖον ἴσως κατὰ πρῶτον ἐδόθη εἰς τὸν Δράκοντα, οὗ οἱ νόμοι ἐκαλοῦντο θεσμοί· ἀλλὰ πράγματι θεσμοθέται ἦσαν οἱ ἕξ νεώτεροι ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἐδίκαζον ὑποθέσεις μὴ ἀνηκούσας εἰς ἴδιόν τι δικαστήριον, καὶ εἶχον τὸ καθῆκον νὰ ἐξετάζωσι καὶ συναρμόζωσι τοὺς νόμους ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχωσιν ἀντιφάσεις ἢ πλεονασμοί, Αἰσχίν. 59. 7 κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 775, 935, Ἐκκλ. 290, Ἀντιφῶντα 145. 26, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 3. 10., 65. 12., 70. 3 κἑξ., Ἀποσπ. 374-8· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 75, 180-2, 380, Πολυδ. Η΄, 85, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à Athènes thesmothète, nom des six derniers archontes, chargés de réviser chaque année les lois.
Étymologie: θεσμός, τίθημι.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θεσμοθέτις, -ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις)
αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται
οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι είχαν την αρμοδιότητα της καταγραφής και του ελέγχου τών νόμων, ώστε να αποφεύγονται οι αντιφάσεις, και του καθορισμού τών δικών
2. (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρας και της Ίσιδος) η θεσμοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. εκ-θέτης, νομο-θέτης, συν-θέτης.

Greek Monotonic

θεσμοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ο νομοθέτης· στην Αθήνα, οι θεσμοθέται ήταν οι έξι νεότεροι άρχοντες, που εκδίκαζαν υποθέσεις, οι οποίες δεν υπάγονταν στην αρμοδιότητα κάποιου ειδικού δικαστηρίου, σε Αισχίν., κ.λπ.