θυμάλωψ

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμάλωψ Medium diacritics: θυμάλωψ Low diacritics: θυμάλωψ Capitals: ΘΥΜΑΛΩΨ
Transliteration A: thymálōps Transliteration B: thymalōps Transliteration C: thymalops Beta Code: quma/lwy

English (LSJ)

[ᾰ], ωπος, ὁ,

   A piece of burning wood or charcoal, Ar.Ach.321, Th.729, Stratt.55, Luc.Lex.24. (τύφω: for the termin., cf. αἱμάλωψ.)

German (Pape)

[Seite 1222] ωπος, ὁ, nach deu alten Erkl. οἱ ἀπολελειμμένοι τῆς θύψεως (τύφω) ἄνθρακες, οἱ ἡμίκαυτοι, halbverbrannter Feuerbrand. Gluthkohle; Ar. Ach. 320, wo man es Kohlenmeiler übersetzt; Thesm. 729.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμάλωψ: ᾰ, ωπος, ὁ, τεμάχιον ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων ἄνθραξ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, Πολυδ. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ τύφω, ὥστε κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. μώλωψ, αἱμάλωψ).

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
tison à moitié brûlé.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυμάλωψ, -άλοπος, ὁ (Α)
κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + -αλ-ωψ κατά το νυκτ-άλ-ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως κατάληξη (πρβλ. μώλ-ωψ, οιν-ώψ «με το χρώμα του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. dhūmra «με το χρώμα του καπνού» και dhūmari «ομίχλη»].

Greek Monotonic

θῡμάλωψ: [ᾰ], -ωπος, ὁ (τύφω), κομμάτι καμμένου ξύλου ή ξυλάνθρακα, καυτό κάρβουνο, σε Αριστοφ.