καμψός
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Full diacritics: καμψός | Medium diacritics: καμψός | Low diacritics: καμψός | Capitals: ΚΑΜΨΟΣ |
Transliteration A: kampsós | Transliteration B: kampsos | Transliteration C: kampsos | Beta Code: kamyo/s |
ή, όν, (κάμπτω)
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen, = γαμψός, Hesych.
καμψός: -ή, -όν, (κάμπτω) «καμπύλος» Ἡσύχ., πρβλ. γαμψός.
καμψός, -ή, -όν (Α)
γαμψός, γυριστός, καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ' αναλογία προς το γαμψός.