κερκίζω

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερκίζω Medium diacritics: κερκίζω Low diacritics: κερκίζω Capitals: ΚΕΡΚΙΖΩ
Transliteration A: kerkízō Transliteration B: kerkizō Transliteration C: kerkizo Beta Code: kerki/zw

English (LSJ)

   A separate the web with the κερκίς, Pl.Cra.388b, Sph.226b; εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί Arist.Pol.1253b37.

German (Pape)

[Seite 1424] mit dem Weberschiffe das Gewebe festschlagen, weben; Plat. Cratyl. 387 e Soph. 226 b; αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον Arist. pol. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κερκίζω: κάμνω τὸ ὕφασμα πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

tisser avec la navette.
Étymologie: κερκίς.

Greek Monolingual

κερκίζω (Α) κερκίς
1. υφαίνω με την κερκίδα
2. κάνω το ύφασμα πυκνό, κρουστό με την κερκίδα.

Greek Monotonic

κερκίζω: κάνω το ύφασμα πυκνό με την κερκίδα, σε Πλάτ.