κνήμαργος

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνήμαργος Medium diacritics: κνήμαργος Low diacritics: κνήμαργος Capitals: ΚΝΗΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: knḗmargos Transliteration B: knēmargos Transliteration C: knimargos Beta Code: knh/margos

English (LSJ)

ον,

   A white-legged, Theoc.25.127.

German (Pape)

[Seite 1460] heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.

Greek (Liddell-Scott)

κνήμαργος: -ον, ἔχων λευκὰς κνήμας, Θεόκρ. 25. 127. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κνήμαργος· κνημώδης, παχύκνημος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes blanches.
Étymologie: κνήμη, ἀργός¹.

Greek Monolingual

κνήμαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκές κνήμες
2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ-αργος, πύγ-αργος].

Greek Monotonic

κνήμαργος: -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.