παχύκνημος
From LSJ
English (LSJ)
παχύκνημον, with fat or thick legs, Ar.Pl.560, D.L.7.1.
German (Pape)
[Seite 539] mit dicken Waden; Ar. Plut. 560; D. L. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux gros mollets ou aux grosses jambes.
Étymologie: παχύς, κνήμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παχύκνημος -ον [παχύς, κνήμη] met dikke benen.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχύκνημος: с толстыми икрами Arph., Diog. L.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χοντρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος].
Greek Monotonic
πᾰχύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει δυνατές κνήμες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύκνημος: -ον, ὁ ἔχων παχείας τὰς κνήμας, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 560, Διογ. Λ. 7. 1.