κορυφολόγος

From LSJ
Revision as of 13:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

ο
1. κορφολόγος
2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -λόγος < λέγω, πρβλ. εντομο-λόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse].