κράση
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. κρήσις)
1. ανάμιξη ή συνένωση, σύνθεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο πράγμα που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «κράση μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῡ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ», Ευστ.
γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν νέμω», Αισχύλ.
δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», Λουκιαν.)
2. η ιδιαίτερη φυσική διάθεση κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία και η ιδιοσυστασία (α. «έχει γερή κράση» β. «είναι μελαγχολική κράση» γ. «κρᾱσις σώματος», Αριστοτ.)
3. γραμμ. η συγχώνευση του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις μετά την κράση να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ ἐλάχιστον - τοὐλάχιστον, ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, τοι ἄρα - τἆρα
αρχ.
1. η κατάσταση, η θερμοκρασία του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων αἰθήρ», Πολυδ.)
2. συνδυασμός, ένωση («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο κλίμα (Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η συναίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρᾱ- (πρβλ. ἐ-κρά-θην, παθ. αόρ. του κεράννυμι), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' φωνήεν) και απαθή βαθμίδα (στο β' φωνήεν) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας kerā- «αναμιγνύω» (βλ. και κεράννυμι) + επίθημα -σις (πρβλ. θλά-σις, κλά-σις)].