κτέρας

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτέρας Medium diacritics: κτέρας Low diacritics: κτέρας Capitals: ΚΤΕΡΑΣ
Transliteration A: ktéras Transliteration B: kteras Transliteration C: kteras Beta Code: kte/ras

English (LSJ)

τό,

   A = κτέανον, possession, Il.10.216, 24.235, cj. in Simon. 107.9, Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922.27.    2 gift., A.R.4.1550.

German (Pape)

[Seite 1518] ατος, τό, = κτέαρ, κτῆμα, Besitz; Il. 10, 216. 24, 235 u. sp. D., wie Ap. Rh. u. Coluth. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κτέρας: τό, = κτέανον, κτῆσις, κτῆμα, Ἰλ. Κ. 216, Ω. 235, Σιμων. 112. 2) δῶρον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1550.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
bien, possession.
Étymologie: cf. κτέρεα.

English (Autenrieth)

= κτέαρ, Il. 10.216 and Il. 24.235.

Greek Monolingual

κτέρας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία
2. δώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση της λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ- «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ απαντά συχνότερα ο τ. του πληθ. κτέρεα, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τη γεν. πληθ. κτερέων < κτεράων και χρησιμοποιούνταν με σημ. «νεκρικές προσφορές ή τιμές»].

Greek Monotonic

κτέρας: τό = κτέανον, κτήση, απόκτημα, σε Ομήρ. Ιλ.