μεγαλόδοξος

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδοξος Medium diacritics: μεγαλόδοξος Low diacritics: μεγαλόδοξος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: megalódoxos Transliteration B: megalodoxos Transliteration C: megalodoksos Beta Code: megalo/docos

English (LSJ)

ον,

   A very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.

German (Pape)

[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.

English (Slater)

μεγᾰλόδοξος, -ον
   1 of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)

Spanish

gloriosísimo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.