λίην
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
German (Pape)
[Seite 44] ion. u. ep. = λίαν, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λίην: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ λίαν.
French (Bailly abrégé)
ion. c. λίαν.
English (Autenrieth)
too, excessively, greatly, very; μή τι λίην προκαλίζεο, provoke me not ‘too far,’ Od. 18.20 ; οὐδέ τι λίην οὕτω νώνυμός ἐστι, not so very unrenowned, Od. 13.238, cf. Od. 15.405; often καὶ λίην at the beginning of a statement, ‘most certainly,’ ‘ay, by all means,’ etc.
Greek Monolingual
λίην (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. λίαν.
Greek Monotonic
λίην: Ιων. και Επικ. αντί λίαν.