Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λῶρος

From LSJ
Revision as of 16:56, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶρος Medium diacritics: λῶρος Low diacritics: λώρος Capitals: ΛΩΡΟΣ
Transliteration A: lō̂ros Transliteration B: lōros Transliteration C: loros Beta Code: lw=ros

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A lorum, thong, Sch.Ar.Ach.724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. in Hp.1.211 D.    II = χρυσήλατος ἐπωμίς, Lyd.Mag.2.2.    III arch, οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.Aed.1.1.

German (Pape)

[Seite 76] ὁ, das lat, lorum, der Riemen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῶρος: ὁ, = λῶρον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 765.

Greek Monolingual

ο (AM λῶρος)
δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας
νεοελλ.
ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος
μσν.
1. είδος αψίδας
2. χρυσή επωμίδα
3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων
4. είδος πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum, -i και σπάνια lōrus,-i «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρον)].

Greek Monolingual

λωρός, -ή, -όν (Μ)
μουδιασμένος, παράλυτος, ανάπηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος
«δερμάτινο λουρί, ιμάντας», με καταβιβασμό του τόνου].