μεταμελητικός

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητικός Medium diacritics: μεταμελητικός Low diacritics: μεταμελητικός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metamelētikós Transliteration B: metamelētikos Transliteration C: metamelitikos Beta Code: metamelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Greek Monolingual

μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.

Greek Monotonic

μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.