μονόπεπλος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu seulement d’un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.

Greek Monolingual

μονόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό-πεπλος].

Greek Monotonic

μονόπεπλος: -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.