μολυβδίδα

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, -ίδος) μόλυβδος
το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη της ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα
νεοελλ.
1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής
2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο γραφίτη που υπάρχει μέσα στο μολύβι γραφής
μσν.
είδος βασανιστήριου οργάνου
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολύβδινη σφαίρα που έριχναν με σφεντόνα
3. η στάθμη τών χτιστών
4. βάρος που ισοδυναμούσε με επτά μνας.