ὀρέσκιος

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέσκῐος Medium diacritics: ὀρέσκιος Low diacritics: ορέσκιος Capitals: ΟΡΕΣΚΙΟΣ
Transliteration A: oréskios Transliteration B: oreskios Transliteration C: oreskios Beta Code: o)re/skios

English (LSJ)

ον, = sq., of Dionysus, AP9.524.16.

German (Pape)

[Seite 372] von den Gebirgen beschattet, heißt Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16); E. M. 629, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀρέων σκιαζόμενος, Ἀνθολ. Π. 9. 524. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit dans les montagnes ombreuses.
Étymologie: ὄρος, σκιά.

Greek Monolingual

ὀρέσκιος, -ον (Α)
ορεσκώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. ὀρεσκῷος, πιθ. κατ' επίδραση της λ. σκιά.

Greek Monotonic

ὀρέσκιος: -ον (σκιά), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.