νείφω

From LSJ
Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νείφω Medium diacritics: νείφω Low diacritics: νείφω Capitals: ΝΕΙΦΩ
Transliteration A: neíphō Transliteration B: neiphō Transliteration C: neifo Beta Code: nei/fw

English (LSJ)

fut. νείψω Epic. ap. Plu.2.949b: aor. ἔνειψα (κατ-) Ar.Ach. 138:—Pass. (v. infr.), aor. ἐνείφθην (κατ-) D.H.12.8:—

   A snow, sts. person., ὅτε ὤρετο Ζεὺς νειφέμεν (Ep. inf.) Il.12.280; ὅταν νείφῃ ὁ θεός X.Cyn.8.1; ἔνειφεν ὁ Ζεύς Babr.45; imper. νεῖφε (sc. Ζεῦ) AP 5.63 (Asclep.); ὁπόταν σχολάζῃς, νεῖψον Pherecr.20: metaph., χρυσῷ νείφων falling in a shower of gold, Pi.I.7(6).5.    2 impers., νείφει it snows, Ar.Ach.1141, cf. V.773; νειφέτω ἀλφίτοις let it snow with barley-meal, Nicopho 13.    3 Med. = Act., νιφάδος νειφομένας when the snow is falling, A.Th.213 (lyr.); also ὑρίχους νειφομένους σύκων ὁμοῦ τε μύρτων Ar.Fr.569.5.    4 Pass., to be snowed on, Hdt.4.31, Ar.Ach.1075, X.HG2.4.3, Plb.16.12.3; χιόνι πολλῇ νείφεται D.S.5.25: metaph., πολιῷ γήραϊ νειφόμενος AP6.198 (Antip. Thess.); Παναθηναίοισιν ἐλαίουνειφόμενον δώροις Inscr.Cos58.10.    II rain, Nonn.D.22.283:—Pass., to be rained on, τῶν ὑπὲρ Μέμφιν μηδὲ νειφομένων παράπαν Ph.2.99.    III trans., θεὸς ν. τροφὰς ἀπ' οὐρανοῦ Id.1.617:—Pass., τὸ νειφόμενον, i.e. manna, Id.2.114. [νίφω, ἔνιψα, etc. (μακρὰ ἡ πρώτη συλλαβή Phot.) freq. in codd., but the true early spelling is νείφω, ἔνειψα, etc., Inscr.Cosl.c., Hdn.Gr.2.430, 554, sts. in codd., as Nicophol. c.; νιφ- is correct in derivs., which have short ι.] (I.-E. sneig[uglide]h- and sn[icaron]g[uglide]h-, cf. Lat. nix, nivis, ninguit, Lith. sni[etilde]ga 'it snows', Goth. snaiws 'snow', etc.)

German (Pape)

[Seite 237] spätere Form für νίφω, vgl. Schol. Il. 1, 420 u. Iac. A. P. p. 67.

Greek (Liddell-Scott)

νείφω: ἧττον ὀρθὸς τύπος τοῦ νίφω, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

see νίφω.

English (Slater)

νείφω
   1 snow met. χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (Schr.: νίφοντα codd.: ἰδίως λέγει τὸν Δία ὗσαι χρυσόν, ἡνίκ' ἐμίγνυτο Ἀλκμήνῃ Σ.) (I. 7.5)

Greek Monolingual

νείφω (Α)
1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει
χιονίζει
2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ' οὐρανοῡ» Φίλ.)
3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι
χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.)
4. (το παθ.) βρέχομαι («σκεῡος ξύλινον νειφήσεται ὕδατι καὶ καθαρὸν ἔσεται», ΠΔ)
5. παθ. νείφομαι
α) χιονίζομαι, καλύπτομαι από χιόνι
β) μτφ. ασπρίζουν τα μαλλιά μου («ὣς αὖτις πολιῷ γήραϊ νειφόμενον», Ανθ. Παλ.)
6. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ νειφόμενον
το μάννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sneigwh-. Συνδέεται με ΙΕ τ. όπως αβεστ. snaēza- αρχ. άνω γερμ. snĩwit, αγγλ. snow, λατ. nΐvit, όλα με σημ. «χιονίζει»].

Russian (Dvoretsky)

νείφω: v. l. = νίφω.