οίγω

From LSJ
Revision as of 11:34, 2 January 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγωοἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< Fείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< Fιγνυται, Fίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. -[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση - ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].