ὀκλάξ

From LSJ
Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκλάξ Medium diacritics: ὀκλάξ Low diacritics: οκλάξ Capitals: ΟΚΛΑΞ
Transliteration A: okláx Transliteration B: oklax Transliteration C: oklaks Beta Code: o)kla/c

English (LSJ)

Adv.,

   A = ὀκλαδόν, Hp.Haem.4 ; ὀ. καθῆσθαι squat down, Pherecr.75, cf. A.R.3.1308, Arat.517 (f.l. for ὀκλάς), Sor.1.61, Gal. UP3.15, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 315] = ὀκλαδόν; παρακαθήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκλάξ: Ἐπίρρ., = ὀκλαδόν, Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, ὀκλάζω, κάθημαι μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ὀκλαδιστί.
Étymologie: DELG ὀ-, κλάω².

Greek Monolingual

ὀκλάξ (Α)
επίρρ. οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ-ξ, λα-ξ)].

Russian (Dvoretsky)

ὀκλάξ: adv. Luc. = ὀκλαδιστί.