ὁμώροφος

From LSJ
Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμώροφος Medium diacritics: ὁμώροφος Low diacritics: ομώροφος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: homṓrophos Transliteration B: homōrophos Transliteration C: omorofos Beta Code: o(mw/rofos

English (LSJ)

ον, = foreg., Phanod.13 (-ορρόφους, -ωροφίους codd. Ath.), Aesop.10 (-όροφ- codd.), Babr.12.15, etc.

German (Pape)

[Seite 344] unter demselben Dache, also in demselben Hause lebend, τινί, mit Einem, Hausgenoß, Philostr. u. A. Vgl. ὁμορόφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμώροφος: -ον, = τῷ προηγ., Βαβρ. 12. 13, Ἀθήν. 437F (ἔνθα ὁμορ-), κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure sous le même toit.
Étymologie: ὁμός, ὀροφή.

Greek Monolingual

ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμώροφος: -ον, = το προηγ., σε Βάβρ.