ὁμώροφος
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English (LSJ)
ον, = foreg., Phanod.13 (-ορρόφους, -ωροφίους codd. Ath.), Aesop.10 (-όροφ- codd.), Babr.12.15, etc.
German (Pape)
[Seite 344] unter demselben Dache, also in demselben Hause lebend, τινί, mit Einem, Hausgenoß, Philostr. u. A. Vgl. ὁμορόφιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμώροφος: -ον, = τῷ προηγ., Βαβρ. 12. 13, Ἀθήν. 437F (ἔνθα ὁμορ-), κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demeure sous le même toit.
Étymologie: ὁμός, ὀροφή.
Greek Monolingual
ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὁμώροφος: -ον, = το προηγ., σε Βάβρ.