ονειροπόλος

From LSJ
Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτιπόλος.