παλίμβουλος

From LSJ
Revision as of 14:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμβουλος Medium diacritics: παλίμβουλος Low diacritics: παλίμβουλος Capitals: ΠΑΛΙΜΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: palímboulos Transliteration B: palimboulos Transliteration C: palimvoulos Beta Code: pali/mboulos

English (LSJ)

   A f.l. for -βολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.

German (Pape)

[Seite 448] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παλίμβουλος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον
η παλιμβουλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βουλος (< βουλή)].