παράβαση

From LSJ
Revision as of 12:47, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

η / παράβασις, Α επικ. τ. παραίβασις, ΝΜΑ παραβαίνω
1. η αθέτηση, η παραβίαση, η μη τήρηση, η μη εκτέλεση του πρέποντος, παρεκτροπή (α. «παράβαση καθήκοντος» β. «τροχαία παράβαση» γ. «παράβασις τοῦ πατρίου νόμου», Ιώσ.)
2. το κύριο χορικό μέρος της αρχαίας αττικής κωμωδίας κατά το οποίο ο χορός άλλαζε θέση προχωρώντας εμπρός και εξέθετε προς τους θεατές γνώμες του ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή σχετικά με οποιοδήποτε θέμα
αρχ.
1. εκφυγή, διαφυγή
2. ελάχιστη μεταβολή
3. παρέκβαση («παράβασίν τινα... ἀπὸ τών ἄλλων τῶν ἐγκυκλίων πεπορισμένου», Στράβ.)
4. εναλλαγή του βήματος κατά το περπάτημα
5. υπερβασία, αυθαιρεσία, παρακοήτέκνα παραβάσεως καὶ ἀργίας», ΠΔ)
6. πλάνη, παραίσθηση.