παρασταδόν

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστᾰδόν Medium diacritics: παρασταδόν Low diacritics: παρασταδόν Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: parastadón Transliteration B: parastadon Transliteration C: parastadon Beta Code: parastado/n

English (LSJ)

Adv.

   A standing beside, at one's side, Il.15.22, Od.10.173, Thgn.473, A.Ch.991 ; π. ἐγγύς Theoc.25.103.

German (Pape)

[Seite 499] hinzutretend, Il. 15, 22 Od. 10, 172 u. öfter; Aesch. Ch. 977; παρ. ἐγγύς vrbdt Theocr. 25, 103.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰδόν: Ἐπίρρ., ἐγγύθεν ἐκ τοῦ πλησίον, λῦσαι δ’ οὐκ ἠδύναντο παρασταδόν, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 22, Ὀδ. Κ. 173, 547, Θέογν. 473, Αἰσχύλ. Χο. 983· π. ἐγγὺς Θεόκρ. 25. 103· πρβλ. παρίστημι Β. Ι. 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se tenant auprès.
Étymologie: παρά, ἵστημι, -δον.

English (Autenrieth)

adv., standing by, going up to. (Od.)

Greek Monolingual

Α
(επίρρ. τοπ.) πολύ κοντά, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σταδόν (< θ. στα- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα-σταδόν, απο-σταδόν].

Greek Monotonic

παραστᾰδόν: επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.