παράφραγμα

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφραγμα Medium diacritics: παράφραγμα Low diacritics: παράφραγμα Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: paráphragma Transliteration B: paraphragma Transliteration C: parafragma Beta Code: para/fragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A breastwork on the top of a wall or mound, mostly in pl., Th.4.115 ; of a ship, bulwarks, Id.7.25 ; screen or curtain, Pl.R.514b ; τὰ τοῦ βουλευτηρίου π. App.BC2.118.    2 metaph. in sg., barrior, π. καὶ ἐμπόδιον Dam.Pr.400.

German (Pape)

[Seite 507] τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.

Greek (Liddell-Scott)

παράφραγμα: τό, φραγμὸς παρὰ ἢ περί τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν διάφραγμαπαραπέτασμα, Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
palissade, barrière placée au long.
Étymologie: παραφράσσω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παραφράσσω
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος του πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.

Greek Monotonic

παράφραγμα: τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό παραπέτασμα, σε Πλάτ.