παραπλοκή
English (LSJ)
ἡ,
A weaving in, τοῦ στήμονος EM498.9 : metaph., intertwining, τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ (i.e. of poetical quotations in Prose) Hermog.Id.2.4 (pl.). II intermingling, S.E.M.1.95 ; admixture, κενοῦ Erasistr. ap. Gal.4.475 ; ὑγροῦ Dsc.5.79 ; νάπυος Xenocr. ap. Orib. 2.58.146.
German (Pape)
[Seite 495] ἡ, das Einflechten, die Einmischung, bes. von Fremdartigem, Sext. Emp. adv. gramm. 94, auch χυμῶν, pyrrh. 1, 102; oft Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλοκή: ἡ, τὸ παραπλέκειν, ἐμπλοκή, Ἐτυμολ. Μέγ. 498. 9· - πλοκή, τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ Ρήτορες (Walz) 3. 320. ΙΙ. σύμμιξις, ἕνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 95, Γαλην., κλ.· - μῖξις, ὑγροῦ Διοσκ. 5. 91, ἴδε Ἐπιφάν. 69. 55.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραπλέκω
1. συνύφανση
2. ανάμιξη, ένωοη, ανακάτωμα («χυμῶν παραπλοκή», Σέξτ. Εμπ.)
3. μίξη
4. μτφ. παρεμβολή («τὰς παραπλοκὰς τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ», Ερμογ.).
Russian (Dvoretsky)
παραπλοκή: ἡ1) присоединение, примесь (χυμῶν τινων Sext.);
2) рит. вплетание (τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ).