παρήχηση
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
η / παρήχησις -ήσεως, ΝΑ παρηχούμαι
1. (γρομμ.) η επανάληψη, η διαδοχή του ίδιου φθόγγου σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («τυφλὸς τὰ τ' ᾦτα τον τε νοῦν
τὰ τ' ὄμματ' εἶ», Σοφ.)
2. (ως σχήμα λόγου) παράθεση ομόηχων λέξεων της μιας κοντά στην άλλη, που αρχικά εξέφραζε την ψυχολογική κατάσταση του ομιλητή, αργότερα όμως αποτέλεσε απλώς μία επινόηση για τη δημιουργία ακουστικών εντυπώσεων.