περιποίκιλος

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποίκῐλος Medium diacritics: περιποίκιλος Low diacritics: περιποίκιλος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: peripoíkilos Transliteration B: peripoikilos Transliteration C: peripoikilos Beta Code: peripoi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A variegated, spotted, οὐρά X.Cyn.5.23, cf. IG22.1514.8.

German (Pape)

[Seite 588] rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.

Greek (Liddell-Scott)

περιποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, κατάστικτος, Ξεν. Κυν. 5, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tacheté ou bariolé tout autour.
Étymologie: περί, ποικίλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποικίλος «πολύχρωμος»].

Greek Monotonic

περιποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος ή πιτσιλωτός, διάστικτος παντού ολόγυρα, σε Ξεν.