Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίλος

From LSJ
Revision as of 05:41, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ο / πῑλος, ΝΜΑ
1. κάλυμμα της κεφαλής, καπέλο
2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῑς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)
μσν.
αρχιερατική μίτρα
αρχ.
1. το πίλημα ως υλικό για την εσωτερική επένδυση ή για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις ἔντοσθε πυκάσας», Ησίοδ.
β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)
2. κάλυμμα της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῡς πῑλος» β. «πῑλος Λακωνικός»)
3. θώρακας από πίλημα
4. υποδήματα από πίλημα
5. σφαίρα, μπάλα («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)
6. η μίτρα τών Ρωμαίων ιερέων
7. ο λόχος τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῑλος καλούμενος», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη σύνδεση της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. filz, αγγλοσαξ. felt (< IE peldos) και επίσης με το αρχ. ρωσ. pŭlsti. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με τα λατ. pilleus «πίλος, τσόχινο καπέλο» και pilus «τρίχα» (< θ. pil-s-o) δεν φαίνεται πιθανή, αφού το pilus είναι άγνωστης ετυμολ., ενώ το pilleus, όπως και το ελλ. πίλος, είναι μάλλον ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: κοχλιός H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.